- χώρ'
- χώρᾱͅ , χώραspacefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ИНДОЕВРОПЕЙСКАЯ МИФОЛОГИЯ — древнейшая система мифологических представлений предков современных индоевропейских народов, реконструируемая с помощью сравнительно исторического исследования отражений этой системы в исторически засвидетельствованных отдельных индоевропейских… … Энциклопедия мифологии
Phokas — Phokas, 1) Offizier unter Kaiser Mauritius, machte eine Verschwörung gegen denselben u. wurde nach dessen Ermordung 602 v. Chr. zum Kaiser des Byzantinischen Reiches ausgerufen; seine Regierung war eine Kette von Grausamkeiten, durch welche… … Pierer's Universal-Lexikon
μαλλιτικός — μαλλιτικός, ή, όν (Μ) μάλλινος, κατασκευασμένος από μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. ιτικός (πρβλ. θιασ ιτικός, χωρ ιτικός)] … Dictionary of Greek
ομαδίς — ὁμαδίς (Α) επίρρ. ομού, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμαδος + επιρρμ. κατάλ. ίς (πρβλ. χωρ ίς)] … Dictionary of Greek
χρυσάφι — το, Ν 1. ο χρυσός 2. (κατ επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. άφι(ον) (πρβλ. χωρ άφι)] … Dictionary of Greek
χωματιανός — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Κέας, η οποία αναφέρεται από τον 12o και 13o αι., και της οποίας ένας κλάδος εγκαταστάθηκε τον 17o αι. στην Αθήνα. Σπουδαιότεροι γόνοι της οικογένειας ήταν ο Σπυρίδων, δημογέροντας της Αθήνας, πρόξενος της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
ἰχώρ — ἰ̱χώρ , ἰχώρ ichor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)